- κάτθετε
- κατθέμεν, κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν: see κατατίθημι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κάτθετε — κατατίθημι place aor imperat act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτθετ' — κάτθετε , κατατίθημι place aor imperat act 2nd pl κάτθεται , κατατίθημι place aor subj mid 3rd sg (epic) κάτθετο , κατατίθημι place aor ind mid 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)